- κραδαίνεται
- κραδαίνωswingpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκράδαντος — εὐκράδαντος, ον (Α) αυτός που κραδαίνεται, σείεται ή κλονίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κραδαντος (< κραδαίνω), πρβλ. α κράδαντος] … Dictionary of Greek
κραδαλός — κραδαλός, ή, όν (Α) αυτός που κραδαίνεται εύκολα, ευκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη με σημ. «το άκρο τού κλαδιού (που σείεται)» + επίθημα αλό ς (πρβλ. ομ αλός, τροχ αλός)] … Dictionary of Greek
πλεοχροϊσμός — ο, Ν (κρυσταλλ. φυσ.) η εκλεκτική απορρόφηση, από διαφόρους κρυστάλλους, φωτός που κραδαίνεται σε διαφορετικά επίπεδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pleochroism (< pleochroic «πλεοχροϊκός» + ism)] … Dictionary of Greek